- κρυψώνυμος
- κρυψώνυμος, -ον (Μ)ανώνυμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυψ- (πρβλ. ἔ-κρυψ-α, αόρ. τού κρύβω) + -ώνυμος (< ὄνυμα αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ομ-ώνυμος, ψευδ-ώνυμος. Το -ω- λόγω τής λειτουργίας τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.